- ερημόδικος
- ἐρημόδικος, ὁ (Μ)1. αυτός που καταδικάστηκε ερήμην2. αυτός που καταδικάστηκε από μονομερή εισήγηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < έρημος + -δικος (< δίκη) πρβλ. φυγό-δικος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερημοδικώ — έω δικάζομαι ερήμην. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημόδικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ν. Ι. Σαρίπολο] … Dictionary of Greek